βάκιλοι

βάκιλοι
Βλ. λ. μικρόβια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φυματιοειδής — ές, Ν ιατρ. φρ. «φυματιοειδείς βάκιλοι» (παλ. όρος) ονομασία οξυάντοχων βακτηριδίων, διαφορετικών από τής φυματίωσης και τής λέπρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυμάτιο + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • βακτήρια — τα βακτηρίδια, βάκιλοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”